ΤΟ ΜΠΑΟΥΛΟ ΠΟΥ ΠΕΤΟΥΣΕ
Μια φορά κι ένα καιρο ήταν ένας έμπορας παρά πολύ πλούσιος, που μπορούσε με τα χρήματα του, να σκεπάσει τον δρόμο του σπιτιού του, και άλλους ακόμα δρόμους με χρυσά νομίσματα. Αυτός ο έμπορας ήξερε να χρησιμοποιεί τα χρήματα του πολύ καλά, και αν ξόδευε ένα νόμισμα κέρδιζε πέντε. Τέτοιος έμπορας ήταν...και κάποτε πέθανε.
Ο γιος του κληρονόμησε όλα τα πλούτη, και έζησε πλούσια. Πήγαινε κάθε βραδυ σε χορούς, ή, έριχνε στην θάλασσα χρυσά νομίσματα αντί για βότσαλα, για να δει ως που θα πάνε. Έτσι τα χρήματα του ξοδεύτηκαν, και του έμειναν μόνον τέσσερα νομίσματα. Άλλα ρούχα δεν είχε παρά μόνον μια ρόμπα και ένα ζευγάρι παντόφλες. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να διασκεδάσουν μαζί του, και έπαψαν να ενδιαφέρονται για αυτόν. Ένας μόνο που ήταν καλός χαρακτήρας, του έστειλε ένα μπαούλο παλιό, και του είπε.
-Βάλε όλα τα πράγματα σου μέσα. Ο γιος του εμπόρου δεν είχε τίποτα να βάλει, μέσα στο μπαούλο, και μπήκε ο ίδιος. Αυτό το μπαούλο ήταν πολύ περίεργο, μόλις αγγίζεις την κλειδαριά του, μπορούσε να πετάξει. Σαν μπήκε ο γιος του εμπόρου σε αυτό εκείνο πέταξε. Πέταξε από την καμινάδα του τζακιού, πάνω από τα σύννεφα, πολύ μακριά.
Ο πάτος από το μπαούλο έτριζε, και ο γιος του εμπόρου φοβήθηκε πως θα σπάσει, και θα πέσει από εκεί ψηλά στην γη.
- Ο Θεός να με φυλάει, είπε σιγά. Στο τέλος έφτασε στην χώρα των Τούρκων. Έκρυψε το μπαούλο στο κοντινό δάσος, κάτω από φύλλα και κλαδιά, και πήγε στην πολιτεία, έτσι όπως ήταν ντυμένος. Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι εκεί κυκλοφορούσαν με ρόμπες και παντόφλες. Στον δρόμο αντάμωσε μια παραμάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά.
- Άκουσε παραμάνα, ποιανού είναι αυτός ο πύργος, που τα παράθυρα του είναι τόσο ψηλά;
- Εκεί μένει η κόρη του βασιλιά, είπε η παραμάνα, που επειδή προμάντεψαν, πως θα γίνει δυστυχισμένη, εξ αιτίας ενός αρραβωνιαστικού, για αυτό κανείς δεν μπορεί να την δει, εκτός από τον βασιλιά και την βασίλισσα.
- Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο γιος του εμπόρου, και γύρισε στο δάσος, μπήκε μέσα στο μπαούλο πέταξε πάνω από τον πύργο, και μπήκε από το παράθυρο στο δωμάτιο της βασιλοπούλας. Ήταν ξαπλωμένη σε έναν καναπέ, και κοιμόταν και ήταν τόσο όμορφη ώστε εκείνος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, και την φίλησε.
Εκείνη ξύπνησε και τρόμαξε σαν τον είδε, και εκείνος της είπε ότι είναι ο Θεός των Τούρκων, που είχε έρθει από τα σύννεφα, για να την βρει και εκείνη ηρέμησε. Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον, και της μίλησε για τα μάτια της, πως ήταν σκοτεινές λίμνες που κολυμπούσαν, οι σκέψεις σαν νεράιδες. Της μίλησε για το μέτωπο της, που ήταν άσπρο σαν το χιόνι, της μίλησε για τον πελαργό που φέρνει τα μωρά. Ήταν ιστορίες όμορφες αυτές που της είπε, και μετά της ζήτησε να τον παντρευτεί, και εκείνη δέχτηκε.
- Πρέπει να έρθεις όμως το Σάββατο που θα είναι εδώ, ο βασιλιάς και η βασίλισσα για να πάρουμε τσάι. Θα περηφανευτούν πολύ σαν μάθουν πως θα παντρευτώ τον Θεό των Τούρκων. Πρόσεξε όμως να έχεις ένα όμορφο παραμύθι για να τους πεις, και να ξέρεις η μητέρα μου προτιμάει σοβαρά παραμυθια, και ο πατέρας μου αστεία για να μπορεί να γελάει.
- Πολύ καλά, είπε θα φέρω ένα παραμύθι για γαμήλιο δώρο. Η πριγκίπισσα πριν να φύγει του έδωσε ένα χρυσό σπαθί μήπως του φανεί χρησιμο.
Πέταξε με το μπαούλο, και πήγε και αγόρασε έναν καινούριο μανδύα, μετά κάθησε στο δάσος, και έφτιαξε ένα παραμύθι που έπρεπε να τελειώσει μέχρι το Σάββατο. Το παραμυθι τελείωσε, και ήρθε το Σάββατο. Ο βασιλιάς η βασίλισσα, και όλη η αυλή τους έπαιρναν το τσάι στον πυργο και τον περίμεναν. Όταν έφτασε τον δέχτηκαν πολύ ευγενικά.(
- Θα μας πεις ένα παραμύθι διδακτικό και σοβαρό; Είπε η βασίλισσα.
- Ναι, αλλά πως να μας κάνει να γελάσουμε; Πρόσθεσε ο βασιλιάς.
- Και βέβαια μπορώ! Είπε εκείνος, και άρχισε να λέει.
- Κάποτε ήταν ένα κουτί με σπίρτα, τα οποία ήταν πολύ περήφανα για την καταγωγή τους. Το δέντρο από το οποίο φτιάχτηκαν, ήταν ένα μεγάλο γέρικο πεύκο.
Τα σπίρτα ήταν μέσα σε ένα κουτί ανάμεσα σε μια λάμπα, και σε μια σιδερένια χύτρα, και διηγόντουσαν την ιστορία τους.
- Είμασταν πάνω σε ένα καταπράσινο δέντρο, και ζούσαμε πολύ όμορφα. Πρωί βράδυ είχαμε τσάι λαμπερό σαν διαμάντια τις δροσοσταλίδες, και όλη μέρα είχαμε ήλιο, και τα πουλάκια κάθονταν στα κλαδιά μας, και έλεγαν ιστορίες. Όλο τον χρόνο, και τον χειμώνα ήμασταν καταπράσινα, ενώ τα αλλά δέντρα ήταν ντυμένα μόνο το καλοκαίρι. Ήρθαν όμως οι ξυλοκόποι, και τότε η οικογένεια μας σκόρπισε. Ο αρχηγός μας ο κορμός, έγινε κατάρτι σε ένα όμορφο καράβι, που ταξίδευε στα πέρατα της γης. Τα αλλά κλαδιά πήγαν άλλου, και ‘μείς αναλάβαμε να ανάβουμε το φως, για τους ανθρώπους, και έτσι εμείς από την μεγάλη οικογένεια, καταντήσαμε εδώ στην κουζίνα.
- Η δίκη μας η μοίρα, είναι πολύ διαφορετική είπε η χύτρα. Από τότε που ήρθα στον κόσμο, όλο με βάζουν και βράζω, και με γανώνουν. Εγώ έχω αναλάβει να κάνω το φαγητό, και είμαι η πρώτη σε αυτό το σπίτι. Η μόνη διασκέδαση που έχω, είναι μετά το φαγητό να ξεκουράζομαι κατακάθαρη πάνω σε αυτό το τραπέζι, και να συζητώ με τους γείτονες μου. Μόνο ο κουβάς κατεβαίνει στην αυλή, εμείς όμως είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε, όλο μέσα στο σπίτι. Τα νέα τα μαθαίνουμε από το καλάθι, που πάει στην αγορά για ψώνια, ήταν και ένα λαγήνι κάποτε, αλλά τρόμαξε μια φορά έπεσε, και έσπασε.
-
Μιλάς πολύ, είπε ο αναπτήρας και έβγαλε σπίθες. Δεν κάνουμε κάτι να περάσουμε την βραδιά μας; - Ας δούμε λοιπόν, ποιοι είναι οι αριστοκράτες, είπαν τα σπίρτα.
- Δεν μου αρέσει, εμένα να μιλάω για τον εαυτό μου, είπε το πήλινο βάζο. Θα σας πω ιστορίες από όλο τον κόσμο. Στις ακτές της Βαλτικής στην Δανία...
- Πολύ όμορφη είναι η αρχή, είπαν τα πιάτα, θα μας αρέσει σίγουρα αυτή η ιστορία.
- Πέρασα τα παιδικά χρόνια, σε μια οικογένεια πολύ ήσυχη, που τα έπιπλα τους ήταν καλογυαλισμένα, τα πατώματα τους σφουγγαρισμένα, και όσο για τις κουρτίνες, τις άλλαζαν κάθε δεκαπέντε μέρες.
- Πολύ όμορφα διηγείσαι είπε η σκούπα, σαν να τα διηγείται μια γυναίκα, τόσο καθαρά τα λες. - Ναι έτσι είναι, είπε ο κουβάς και έκανε ένα πήδημα, από την χαρά του, και ένα πλάτς! ακούστηκε πάνω στα πλακάκια. Το πήλινο βάζο διηγούνταν την ιστορία του, με ένα εξίσου όμορφο τέλος όπως και η αρχή. Από την χαρά τους τα πιάτα, τσουγκρίζαν το ένα με το άλλο.
- Τώρα θέλω να χορέψω, είπε η τσιμπίδα. Και χόρεψε τινάζοντας ψηλά με χάρη, πότε το ένα πόδι και πότε το άλλο. Η γέρικη καρέκλα μόνο που την έβλεπε ράγισε! Η τσαγιέρα τώρα, έπρεπε να τραγουδήσει, αλλά είχε κρυώσει είπε, και δεν τραγουδούσε παρά μόνο όταν έβραζε. Κοντά στο παράθυρο ήταν ένας παλιός κοντυλοφόρος, που η υπηρέτρια τον χρησιμοποιούσε για να γράφει, και δεν είχε πολλά να διηγηθεί μόνον που ένιωθε περηφάνια, γιατί τον είχαν βουτήξει πολλές φορές στο μελανοδοχείο.
- Εάν η τσαγιέρα, δεν θέλει να τραγουδήσει, ας σωπάσει. Εκεί έξω είναι ένα κλουβί με ένα αηδόνι, που ξέρει να τραγουδάει.
- Δεν είναι σωστό, είπε η δεύτερη τσαγιέρα της κουζίνας, που και αυτή ήταν τραγουδίστρια, να ακούσουμε ένα ξένο πουλί! Είναι πατριωτικό αυτό; Ας μας πει το καλάθι των ψώνιων.
- Εγώ είμαι πολύ θυμωμένο, είπε το καλάθι είναι τρόπος να περνάμε έτσι την βραδιά μας; Θα ήταν πολύ καλύτερα να ταχτοποιήσουμε το σπίτι! Ας γυρίσει ο καθένας στη θέση του.
- Ας κάνουμε θόρυβο! Φώναξαν όλοι. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα, και μπήκε η υπηρέτρια. Όλοι τότε σταμάτησαν εκεί που βρίσκονταν. Η υπηρέτρια πήρε τα σπίρτα, και άναψε. Θεέ μου πως έλαμψαν!
« όλος ο κόσμος τώρα βλέπει, σκέφτηκαν τα σπίρτα, πως εμείς αξίζουμε πιο πολύ, τι λάμψη που βγάζουμε;»
« Έπειτα έσβησαν»
- Είναι ένα πολύ όμορφο παραμύθι είπε η βασίλισσα, μου φάνηκε πως ήμουν μέσα στην κουζίνα, και τα έβλεπα όλα. Ναι θα πάρεις την κόρη μας!
- Ναι! Θα πάρεις την κόρη μας τη Δευτέρα! Είπε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τον φέρονταν τώρα πια, σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος. Όρισαν την ημερομηνία του γάμου, και την παραμονή όλη η πολιτεία φωταγωγήθηκε. Μοίρασαν λιχουδιές και ψωμιά, σε όλον τον κόσμο, τα παιδιά τριγύριζαν χαρούμενα, και σφύριζαν ενθουσιασμένα.
- Τώρα πρέπει και εγώ να κανω κάτι, είπε ο γιος του εμπόρου. Αγόρασε βεγγαλικά, τα έβαλε στο μπαούλο του μέσα, και πέταξε πάνω από την πολιτεία. Μα τι θαυμάσιο θέαμα ήταν αυτό, σαν άναψαν τα πυροτεχνήματα πάνω από την πολιτεία; Όλος ο κόσμος πηδούσε από την χαρά του, και οι παντούφλες έφευγαν από τα πόδια τους, δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο θέαμα! Και πίστευαν πια ότι σίγουρα είναι ο Θεος των Τούρκων που θα έπαιρνε γυναίκα του την βασιλοπούλα. Ο γιος του εμπόρου κατέβηκε από το μπαούλο του, στο δάσος και είπε μέσα του.
« Θα πάω στην πολιτεία, να δω τι εντύπωση τους έκαναν» Όλοι ήταν καταενθουσιασμένοι.
- Είδα τον Θεο των Τούρκων! Έλεγε ο ένας, σαν αστέρια έλαμπαν τα μάτια του, και τα γενιά του ήταν σαν αφρό από κύματα.
- Πετούσε πάνω σε ένα πύρινο μανδύα, έλεγε ο άλλος. Από τις δίπλες του μανδύα, έβγαιναν κεφαλάκια από αγγελάκια. Πολύ όμορφα όλα όσα άκουγε, ο γάμος δε ήταν την άλλη μέρα. Γύρισε στο δάσος για να μπει στο μπαούλο, αλλά το μπαούλο πουθενά! Είχε χαθεί, μια σπίθα από τα πυροτεχνήματα, και έγινε στάχτη. Τώρα δεν μπορούσε να ανταμώσει την βασιλοπούλα, και εκείνη περίμενε και περίμενε, και ακόμα τον περιμένει. Εκείνος γυρίζει τον κόσμο, και λέει παραμύθια, όχι τόσο χαρούμενα όσο εκείνο που είχε πει για τα σπίρτα...
Παραμυθι του Άντερσεν
Διασκευή: Μ. Καρακιτσιου
ΦΩΤΟ από Pinterest
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε